σιορ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σιορ < (άμεσο δάνειο) βενετική siór < ιταλικά signor
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σιορ αρσενικό άκλιτο, (θηλυκό σιόρα)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σιορ
|
σιορ αρσενικό άκλιτο, (θηλυκό σιόρα)
|