Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σιορ < (άμεσο δάνειο) βενετική siór < ιταλικά signor

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σιορ αρσενικό άκλιτο, (θηλυκό σιόρα)

  1. (επτανησιακό) ο κύριος
  2. (κυπριακά) ο κύριος

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία