σινιόρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σινιόρ < (άμεσο δάνειο) ιταλική signore < λατινική seniorem, αιτιατική του senior, συγκριτικός βαθμός του senex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sénos (γέρος)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σινιόρ αρσενικό άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σινιόρ
|