σινιορίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σινιορίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική signorina < υποκοριστικό επίθημα signora + -ina. Δείτε σινιόρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ɲoˈɾi.na/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σινιορίνα θηλυκό
- (ιδιωματικό) (στα Επτάνησα) η δεσποινίς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σινιόρ