σιταροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιταροειδής | η | σιταροειδής | το | σιταροειδές |
γενική | του | σιταροειδούς* | της | σιταροειδούς | του | σιταροειδούς |
αιτιατική | τον | σιταροειδή | τη | σιταροειδή | το | σιταροειδές |
κλητική | σιταροειδή(ς) | σιταροειδής | σιταροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιταροειδείς | οι | σιταροειδείς | τα | σιταροειδή |
γενική | των | σιταροειδών | των | σιταροειδών | των | σιταροειδών |
αιτιατική | τους | σιταροειδείς | τις | σιταροειδείς | τα | σιταροειδή |
κλητική | σιταροειδείς | σιταροειδείς | σιταροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ta.ɾo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐τα‐ρο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίασιταροειδής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιταροειδής
|