σιμιγδαλένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιμιγδαλένιος | η | σιμιγδαλένια | το | σιμιγδαλένιο |
γενική | του | σιμιγδαλένιου | της | σιμιγδαλένιας | του | σιμιγδαλένιου |
αιτιατική | τον | σιμιγδαλένιο | τη | σιμιγδαλένια | το | σιμιγδαλένιο |
κλητική | σιμιγδαλένιε | σιμιγδαλένια | σιμιγδαλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιμιγδαλένιοι | οι | σιμιγδαλένιες | τα | σιμιγδαλένια |
γενική | των | σιμιγδαλένιων | των | σιμιγδαλένιων | των | σιμιγδαλένιων |
αιτιατική | τους | σιμιγδαλένιους | τις | σιμιγδαλένιες | τα | σιμιγδαλένια |
κλητική | σιμιγδαλένιοι | σιμιγδαλένιες | σιμιγδαλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιμιγδαλένιος < σιμιγδάλ(ι) + -ένιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.mi.ɣðaˈle.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐μι‐γδα‐λέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίασιμιγδαλένιος, -α, -ο
- (γαστρονομία) φτιαγμένος από σιμιγδάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιμιγδαλένιος
|