πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιμιγδαλένιος η σιμιγδαλένια το σιμιγδαλένιο
      γενική του σιμιγδαλένιου της σιμιγδαλένιας του σιμιγδαλένιου
    αιτιατική τον σιμιγδαλένιο τη σιμιγδαλένια το σιμιγδαλένιο
     κλητική σιμιγδαλένιε σιμιγδαλένια σιμιγδαλένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιμιγδαλένιοι οι σιμιγδαλένιες τα σιμιγδαλένια
      γενική των σιμιγδαλένιων των σιμιγδαλένιων των σιμιγδαλένιων
    αιτιατική τους σιμιγδαλένιους τις σιμιγδαλένιες τα σιμιγδαλένια
     κλητική σιμιγδαλένιοι σιμιγδαλένιες σιμιγδαλένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σιμιγδαλένιος < σιμιγδάλ(ι) + -ένιος
ΔΦΑ : /si.mi.ɣðaˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιμιγδαλένιος

σιμιγδαλένιος, -α, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία