↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιδηρόπλεκτος η σιδηρόπλεκτη το σιδηρόπλεκτο
      γενική του σιδηρόπλεκτου της σιδηρόπλεκτης του σιδηρόπλεκτου
    αιτιατική τον σιδηρόπλεκτο τη σιδηρόπλεκτη το σιδηρόπλεκτο
     κλητική σιδηρόπλεκτε σιδηρόπλεκτη σιδηρόπλεκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδηρόπλεκτοι οι σιδηρόπλεκτες τα σιδηρόπλεκτα
      γενική των σιδηρόπλεκτων των σιδηρόπλεκτων των σιδηρόπλεκτων
    αιτιατική τους σιδηρόπλεκτους τις σιδηρόπλεκτες τα σιδηρόπλεκτα
     κλητική σιδηρόπλεκτοι σιδηρόπλεκτες σιδηρόπλεκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδηρόπλεκτος < σίδηρ(ος) + -ό- + πλεκτός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ðiˈɾo.ple.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δη‐ρό‐πλε‐κτος

  Επίθετο

επεξεργασία

σιδηρόπλεκτος, -η, -ο

  • πλεγμένος με σίδηρο
    ※  Σε δυτική επίδραση αποδόθηκαν επίσης ορισμένες ρε­αλιστικές εικονογραφικές λεπτομέρειες, όπως ο σιδηρόπλεκτος θώρακας και η τριγωνική ασπίδα, διακοσμη­μένη με λευκό σταυρό σε κόκκινο βάθος, του αγίου Δη­μητρίου στην Παναγία «στης Γιαλλούς». Πα­ρόμοιο σιδηρόπλεκτο θώρακα φορεί και ο άγιος Γεώρ­γιος Διασορίτης στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Σαγκρί. (Αγγελική Μητσάνη, (2000). Η μνημειακή ζωγραφική στις Κυκλάδες κατά το 13ο αιώνα. Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 21, 93-122.)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία