σιδηρόπλεχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ðiˈɾo.ple.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρό‐πλε‐χτος
Επίθετο επεξεργασία
σιδηρόπλεχτος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδηρόπλεχτος
→ δείτε τη λέξη σιδηρόπλεκτος |