Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιδεροκέφαλος η σιδεροκέφαλη το σιδεροκέφαλο
      γενική του σιδεροκέφαλου της σιδεροκέφαλης του σιδεροκέφαλου
    αιτιατική τον σιδεροκέφαλο τη σιδεροκέφαλη το σιδεροκέφαλο
     κλητική σιδεροκέφαλε σιδεροκέφαλη σιδεροκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδεροκέφαλοι οι σιδεροκέφαλες τα σιδεροκέφαλα
      γενική των σιδεροκέφαλων των σιδεροκέφαλων των σιδεροκέφαλων
    αιτιατική τους σιδεροκέφαλους τις σιδεροκέφαλες τα σιδεροκέφαλα
     κλητική σιδεροκέφαλοι σιδεροκέφαλες σιδεροκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδεροκέφαλος < σιδερο- + -κέφαλος

  Επίθετο επεξεργασία

σιδεροκέφαλος, -η, -ο

  1. κυριολεκτικά, αυτός που έχει κεφάλι από σίδερο, άθραυστο
  2. λέγεται σαν ευχή, ιδιαίτερα σε άνθρωπο που αρχίζει την καριέρα του ή σε νέα εργασία / καθήκοντα
    Τελικά, όλοι οι τιμωρημένοι ψήφισαν τον Καζανά, ο οποίος εκλέχθηκε αρχηγός μόλις με μία ψήφο διαφορά από το Νίκο. ... Ευχηθήκαμε όλοι στον Καζανά «καλορίζικος» και «σιδεροκέφαλος». Αυτός καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. (Δημήτρης Σπύρου, Η μουσική που σταμάτησε τον πετροπόλεμο, 2013 [1])
  3. που είναι σε πολύ καλή υγεία και σωματική κατάσταση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία