σιδεροκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασιδεροκέφαλος, -η, -ο
- κυριολεκτικά, αυτός που έχει κεφάλι από σίδερο, άθραυστο
- λέγεται σαν ευχή, ιδιαίτερα σε άνθρωπο που αρχίζει την καριέρα του ή σε νέα εργασία / καθήκοντα
- Τελικά, όλοι οι τιμωρημένοι ψήφισαν τον Καζανά, ο οποίος εκλέχθηκε αρχηγός μόλις με μία ψήφο διαφορά από το Νίκο. ... Ευχηθήκαμε όλοι στον Καζανά «καλορίζικος» και «σιδεροκέφαλος». Αυτός καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. (Δημήτρης Σπύρου, Η μουσική που σταμάτησε τον πετροπόλεμο, 2013 [1])
- που είναι σε πολύ καλή υγεία και σωματική κατάσταση