σιγουραρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιγουραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιγουράρω
Μετοχή επεξεργασία
σιγουραρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σιγουράρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιγουραρισμένος
|
σιγουραρισμένος, -η, -ο
|