Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιγουραρισμένος η σιγουραρισμένη το σιγουραρισμένο
      γενική του σιγουραρισμένου της σιγουραρισμένης του σιγουραρισμένου
    αιτιατική τον σιγουραρισμένο τη σιγουραρισμένη το σιγουραρισμένο
     κλητική σιγουραρισμένε σιγουραρισμένη σιγουραρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιγουραρισμένοι οι σιγουραρισμένες τα σιγουραρισμένα
      γενική των σιγουραρισμένων των σιγουραρισμένων των σιγουραρισμένων
    αιτιατική τους σιγουραρισμένους τις σιγουραρισμένες τα σιγουραρισμένα
     κλητική σιγουραρισμένοι σιγουραρισμένες σιγουραρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγουραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιγουράρω

  Μετοχή επεξεργασία

σιγουραρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία