σιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιάζω < μεσαιωνική ελληνική σιάζω ή ἰσιάζω < ἴσ(ιος) + -άζω < αρχαία ελληνική ἰσάζω[1][2]
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασιάζω, πρτ.: έσιαζα, αόρ.: έσιαξα, παθ.φωνή: σιάζομαι, π.αόρ.: σιάχτηκα, μτχ.π.π.: σιαγμένος
- (προφορικό) (μεταβατικό) ισιάζω, κάνω κάτι
- ίσιο, ευθύ
- ※ Ξανασηκώνεται και σιάζει τη φωτογραφία του πατέρα του, που πέφτει λίγο λοξά. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- σωστό
- (συνεκδοχικά) φτιάχνω, τακτοποιώ
- (κατ’ επέκταση) επισκευάζω
- ίσιο, ευθύ
- (προφορικό) (αμετάβατο)
- διορθώνομαι, φτιάχνομαι, τακτοποιούμαι
- (κατ’ επέκταση) γίνομαι καλά, αναρρώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Η συνοπτική προστακτική ενικού σιάχ' + αδύνατος τύπος αντωνυμίας (σιάχ' το) κατά τον πληθυντικό σιάχτε
- Δείτε και σιάχνω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιάζω | έσιαζα | θα σιάζω | να σιάζω | σιάζοντας | |
β' ενικ. | σιάζεις | έσιαζες | θα σιάζεις | να σιάζεις | σιάζε | |
γ' ενικ. | σιάζει | έσιαζε | θα σιάζει | να σιάζει | ||
α' πληθ. | σιάζουμε | σιάζαμε | θα σιάζουμε | να σιάζουμε | ||
β' πληθ. | σιάζετε | σιάζατε | θα σιάζετε | να σιάζετε | σιάζετε | |
γ' πληθ. | σιάζουν(ε) | έσιαζαν σιάζαν(ε) |
θα σιάζουν(ε) | να σιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσιαξα | θα σιάξω | να σιάξω | σιάξει | ||
β' ενικ. | έσιαξες | θα σιάξεις | να σιάξεις | σιάξε, σιάχ' | ||
γ' ενικ. | έσιαξε | θα σιάξει | να σιάξει | |||
α' πληθ. | σιάξαμε | θα σιάξουμε | να σιάξουμε | |||
β' πληθ. | σιάξατε | θα σιάξετε | να σιάξετε | σιάξτε, σιάχτε | ||
γ' πληθ. | έσιαξαν σιάξαν(ε) |
θα σιάξουν(ε) | να σιάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σιάξει | είχα σιάξει | θα έχω σιάξει | να έχω σιάξει | ||
β' ενικ. | έχεις σιάξει | είχες σιάξει | θα έχεις σιάξει | να έχεις σιάξει | έχε σιαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει σιάξει | είχε σιάξει | θα έχει σιάξει | να έχει σιάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε σιάξει | είχαμε σιάξει | θα έχουμε σιάξει | να έχουμε σιάξει | ||
β' πληθ. | έχετε σιάξει | είχατε σιάξει | θα έχετε σιάξει | να έχετε σιάξει | έχετε σιαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σιάξει | είχαν σιάξει | θα έχουν σιάξει | να έχουν σιάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σιαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σιαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σιαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σιαγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιάζομαι | σιαζόμουν(α) | θα σιάζομαι | να σιάζομαι | ||
β' ενικ. | σιάζεσαι | σιαζόσουν(α) | θα σιάζεσαι | να σιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | σιάζεται | σιαζόταν(ε) | θα σιάζεται | να σιάζεται | ||
α' πληθ. | σιαζόμαστε | σιαζόμαστε σιαζόμασταν |
θα σιαζόμαστε | να σιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | σιάζεστε | σιαζόσαστε σιαζόσασταν |
θα σιάζεστε | να σιάζεστε | (σιάζεστε) | |
γ' πληθ. | σιάζονται | σιάζονταν σιαζόντουσαν |
θα σιάζονται | να σιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σιάχτηκα | θα σιαχτώ | να σιαχτώ | σιαχτεί | ||
β' ενικ. | σιάχτηκες | θα σιαχτείς | να σιαχτείς | σιάξου | ||
γ' ενικ. | σιάχτηκε | θα σιαχτεί | να σιαχτεί | |||
α' πληθ. | σιαχτήκαμε | θα σιαχτούμε | να σιαχτούμε | |||
β' πληθ. | σιαχτήκατε | θα σιαχτείτε | να σιαχτείτε | σιαχτείτε | ||
γ' πληθ. | σιάχτηκαν σιαχτήκαν(ε) |
θα σιαχτούν(ε) | να σιαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σιαχτεί | είχα σιαχτεί | θα έχω σιαχτεί | να έχω σιαχτεί | σιαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις σιαχτεί | είχες σιαχτεί | θα έχεις σιαχτεί | να έχεις σιαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει σιαχτεί | είχε σιαχτεί | θα έχει σιαχτεί | να έχει σιαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σιαχτεί | είχαμε σιαχτεί | θα έχουμε σιαχτεί | να έχουμε σιαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε σιαχτεί | είχατε σιαχτεί | θα έχετε σιαχτεί | να έχετε σιαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σιαχτεί | είχαν σιαχτεί | θα έχουν σιαχτεί | να έχουν σιαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σιαγμένος - είμαστε, είστε, είναι σιαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σιαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σιαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σιαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σιαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σιαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σιαγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.