Ετυμολογία

επεξεργασία
σιάζω < μεσαιωνική ελληνική σιάζω ή ἰσιάζω < ἴσ(ιος) + -άζω < αρχαία ελληνική ἰσάζω[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsça.zo/

σιάζω, πρτ.: έσιαζα, αόρ.: έσιαξα, παθ.φωνή: σιάζομαι, π.αόρ.: σιάχτηκα, μτχ.π.π.: σιαγμένος

  1. (προφορικό) (μεταβατικό) ισιάζω, κάνω κάτι
    1. ίσιο, ευθύ
      ※  Ξανασηκώνεται και σιάζει τη φωτογραφία του πατέρα του, που πέφτει λίγο λοξά. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
    2. σωστό
    3. (συνεκδοχικά) φτιάχνω, τακτοποιώ
    4. (κατ’ επέκταση) επισκευάζω
  2. (προφορικό) (αμετάβατο)
    1. διορθώνομαι, φτιάχνομαι, τακτοποιούμαι
    2. (κατ’ επέκταση) γίνομαι καλά, αναρρώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Η συνοπτική προστακτική ενικού σιάχ' + αδύνατος τύπος αντωνυμίας (σιάχ' το) κατά τον πληθυντικό σιάχτε
  • Δείτε και σιάχνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.