Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιάχτηκα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈsça.xti.ka
/
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σιάχτηκα
α' ενικό πρόσωπο
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σιάζομαι
,
παθητικού του
σιάζω
α' ενικό πρόσωπο
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σιάχνομαι
,
παθητικού του
σιάχνω