Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σιάχτηκα

  1. α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος σιάζομαι, παθητικού του σιάζω
  2. α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος σιάχνομαι, παθητικού του σιάχνω