Ετυμολογία

επεξεργασία
σιάχνω < σιάζω με μεταπλασμό -χνω με βάση συνοπτικό θέμα ξα κατά το σχήμα δειξ- (έδειξα) - δείχνω[1]

σιάχνω, αόρ.: έσιαξα, παθ.φωνή: σιάζομαι, π.αόρ.: σιάχτηκα, μτχ.π.π.: σιαγμένος

  • Η συνοπτική προστακτική ενικού σιάχ' + αδύνατος τύπος αντωνυμίας (σιάχ' το) κατά τον πληθυντικό σιάχτε

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία