σιάχνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιάχνω < σιάζω με μεταπλασμό -χνω με βάση συνοπτικό θέμα ‑ξα κατά το σχήμα δειξ- (έδειξα) - δείχνω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsça.xno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σιά‐χνω
Ρήμα
επεξεργασίασιάχνω, αόρ.: έσιαξα, παθ.φωνή: σιάζομαι, π.αόρ.: σιάχτηκα, μτχ.π.π.: σιαγμένος
- (προφορικό) άλλη μορφή του σιάζω
Κλίση
επεξεργασία- Η συνοπτική προστακτική ενικού σιάχ' + αδύνατος τύπος αντωνυμίας (σιάχ' το) κατά τον πληθυντικό σιάχτε
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιάχνω | έσιαχνα | θα σιάχνω | να σιάχνω | σιάχνοντας | |
β' ενικ. | σιάχνεις | έσιαχνες | θα σιάχνεις | να σιάχνεις | σιάχνε | |
γ' ενικ. | σιάχνει | έσιαχνε | θα σιάχνει | να σιάχνει | ||
α' πληθ. | σιάχνουμε | σιάχναμε | θα σιάχνουμε | να σιάχνουμε | ||
β' πληθ. | σιάχνετε | σιάχνατε | θα σιάχνετε | να σιάχνετε | σιάχνετε | |
γ' πληθ. | σιάχνουν(ε) | έσιαχναν σιάχναν(ε) |
θα σιάχνουν(ε) | να σιάχνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσιαξα | θα σιάξω | να σιάξω | σιάξει | ||
β' ενικ. | έσιαξες | θα σιάξεις | να σιάξεις | σιάξε, σιάχ' | ||
γ' ενικ. | έσιαξε | θα σιάξει | να σιάξει | |||
α' πληθ. | σιάξαμε | θα σιάξουμε | να σιάξουμε | |||
β' πληθ. | σιάξατε | θα σιάξετε | να σιάξετε | σιάξτε, σιάχτε | ||
γ' πληθ. | έσιαξαν σιάξαν(ε) |
θα σιάξουν(ε) | να σιάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σιάξει | είχα σιάξει | θα έχω σιάξει | να έχω σιάξει | ||
β' ενικ. | έχεις σιάξει | είχες σιάξει | θα έχεις σιάξει | να έχεις σιάξει | έχε σιαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει σιάξει | είχε σιάξει | θα έχει σιάξει | να έχει σιάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε σιάξει | είχαμε σιάξει | θα έχουμε σιάξει | να έχουμε σιάξει | ||
β' πληθ. | έχετε σιάξει | είχατε σιάξει | θα έχετε σιάξει | να έχετε σιάξει | έχετε σιαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σιάξει | είχαν σιάξει | θα έχουν σιάξει | να έχουν σιάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σιαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σιαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σιαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σιαγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιάχνομαι | σιαχνόμουν(α) | θα σιάχνομαι | να σιάχνομαι | ||
β' ενικ. | σιάχνεσαι | σιαχνόσουν(α) | θα σιάχνεσαι | να σιάχνεσαι | ||
γ' ενικ. | σιάχνεται | σιαχνόταν(ε) | θα σιάχνεται | να σιάχνεται | ||
α' πληθ. | σιαχνόμαστε | σιαχνόμαστε σιαχνόμασταν |
θα σιαχνόμαστε | να σιαχνόμαστε | ||
β' πληθ. | σιάχνεστε | σιαχνόσαστε σιαχνόσασταν |
θα σιάχνεστε | να σιάχνεστε | (σιάχνεστε) | |
γ' πληθ. | σιάχνονται | σιάχνονταν σιαχνόντουσαν |
θα σιάχνονται | να σιάχνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σιάχτηκα | θα σιαχτώ | να σιαχτώ | σιαχτεί | ||
β' ενικ. | σιάχτηκες | θα σιαχτείς | να σιαχτείς | σιάξου | ||
γ' ενικ. | σιάχτηκε | θα σιαχτεί | να σιαχτεί | |||
α' πληθ. | σιαχτήκαμε | θα σιαχτούμε | να σιαχτούμε | |||
β' πληθ. | σιαχτήκατε | θα σιαχτείτε | να σιαχτείτε | σιαχτείτε | ||
γ' πληθ. | σιάχτηκαν σιαχτήκαν(ε) |
θα σιαχτούν(ε) | να σιαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σιαχτεί | είχα σιαχτεί | θα έχω σιαχτεί | να έχω σιαχτεί | σιαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις σιαχτεί | είχες σιαχτεί | θα έχεις σιαχτεί | να έχεις σιαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει σιαχτεί | είχε σιαχτεί | θα έχει σιαχτεί | να έχει σιαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σιαχτεί | είχαμε σιαχτεί | θα έχουμε σιαχτεί | να έχουμε σιαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε σιαχτεί | είχατε σιαχτεί | θα έχετε σιαχτεί | να έχετε σιαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σιαχτεί | είχαν σιαχτεί | θα έχουν σιαχτεί | να έχουν σιαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σιαγμένος - είμαστε, είστε, είναι σιαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σιαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σιαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σιαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σιαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σιαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σιαγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιάχνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σιάχνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας