ισιάζω
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰσιάζω < ἴσιος < αρχαία ελληνική ἴσος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈsça.zo/ & /iˈsi̯a.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαισιάζω
- άλλη μορφή του ισιώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΤύποι κατά την Άννα Ιορδανίδου:[1], αόρ.: ίσιασα, μτχ.π.π.: ισιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισιάζω | ισίαζα | θα ισιάζω | να ισιάζω | ισιάζοντας | |
β' ενικ. | ισιάζεις | ισίαζες | θα ισιάζεις | να ισιάζεις | ισίαζε | |
γ' ενικ. | ισιάζει | ισίαζε | θα ισιάζει | να ισιάζει | ||
α' πληθ. | ισιάζουμε | ισιάζαμε | θα ισιάζουμε | να ισιάζουμε | ||
β' πληθ. | ισιάζετε | ισιάζατε | θα ισιάζετε | να ισιάζετε | ισιάζετε | |
γ' πληθ. | ισιάζουν(ε) | ισίαζαν ισιάζαν(ε) |
θα ισιάζουν(ε) | να ισιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισίασα | θα ισιάσω | να ισιάσω | ισιάσει | ||
β' ενικ. | ισίασες | θα ισιάσεις | να ισιάσεις | ισίασε | ||
γ' ενικ. | ισίασε | θα ισιάσει | να ισιάσει | |||
α' πληθ. | ισιάσαμε | θα ισιάσουμε | να ισιάσουμε | |||
β' πληθ. | ισιάσατε | θα ισιάσετε | να ισιάσετε | ισιάστε | ||
γ' πληθ. | ισίασαν ισιάσαν(ε) |
θα ισιάσουν(ε) | να ισιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισιάσει | είχα ισιάσει | θα έχω ισιάσει | να έχω ισιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισιάσει | είχες ισιάσει | θα έχεις ισιάσει | να έχεις ισιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ισιάσει | είχε ισιάσει | θα έχει ισιάσει | να έχει ισιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισιάσει | είχαμε ισιάσει | θα έχουμε ισιάσει | να έχουμε ισιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισιάσει | είχατε ισιάσει | θα έχετε ισιάσει | να έχετε ισιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισιάσει | είχαν ισιάσει | θα έχουν ισιάσει | να έχουν ισιάσει |
|
Τύποι κατα το Λεξικό Τριανταφυλλίδη:[2], αόρ.: ίσιαξα (χωρίς παθητική φωνή)
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισιάζω | ίσιαζα | θα ισιάζω | να ισιάζω | ισιάζοντας | |
β' ενικ. | ισιάζεις | ίσιαζες | θα ισιάζεις | να ισιάζεις | ίσιαζε | |
γ' ενικ. | ισιάζει | ίσιαζε | θα ισιάζει | να ισιάζει | ||
α' πληθ. | ισιάζουμε | ισιάζαμε | θα ισιάζουμε | να ισιάζουμε | ||
β' πληθ. | ισιάζετε | ισιάζατε | θα ισιάζετε | να ισιάζετε | ισιάζετε | |
γ' πληθ. | ισιάζουν(ε) | ίσιαζαν ισιάζαν(ε) |
θα ισιάζουν(ε) | να ισιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ίσιαξα | θα ισιάξω | να ισιάξω | ισιάξει | ||
β' ενικ. | ίσιαξες | θα ισιάξεις | να ισιάξεις | ίσιαξε | ||
γ' ενικ. | ίσιαξε | θα ισιάξει | να ισιάξει | |||
α' πληθ. | ισιάξαμε | θα ισιάξουμε | να ισιάξουμε | |||
β' πληθ. | ισιάξατε | θα ισιάξετε | να ισιάξετε | ισιάξτε | ||
γ' πληθ. | ίσιαξαν ισιάξαν(ε) |
θα ισιάξουν(ε) | να ισιάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισιάξει | είχα ισιάξει | θα έχω ισιάξει | να έχω ισιάξει | ||
β' ενικ. | έχεις ισιάξει | είχες ισιάξει | θα έχεις ισιάξει | να έχεις ισιάξει | ||
γ' ενικ. | έχει ισιάξει | είχε ισιάξει | θα έχει ισιάξει | να έχει ισιάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισιάξει | είχαμε ισιάξει | θα έχουμε ισιάξει | να έχουμε ισιάξει | ||
β' πληθ. | έχετε ισιάξει | είχατε ισιάξει | θα έχετε ισιάξει | να έχετε ισιάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισιάξει | είχαν ισιάξει | θα έχουν ισιάξει | να έχουν ισιάξει |
|
Σημειώσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- ↑ ισιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ρήμα 2.3. (όπως πλέκω) α (ενεργητική φωνή)