Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σερέτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σερέτικ
ος
η
σερέτικ
η
το
σερέτικ
ο
γενική
του
σερέτικ
ου
της
σερέτικ
ης
του
σερέτικ
ου
αιτιατική
τον
σερέτικ
ο
τη
σερέτικ
η
το
σερέτικ
ο
κλητική
σερέτικ
ε
σερέτικ
η
σερέτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σερέτικ
οι
οι
σερέτικ
ες
τα
σερέτικ
α
γενική
των
σερέτικ
ων
των
σερέτικ
ων
των
σερέτικ
ων
αιτιατική
τους
σερέτικ
ους
τις
σερέτικ
ες
τα
σερέτικ
α
κλητική
σερέτικ
οι
σερέτικ
ες
σερέτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σερέτικος
<
σερέτης
+
-ικος
<
τουρκική
şirret
<
αραβική
شر
(
sharrat
)
Επίθετο
επεξεργασία
σερέτικος
(
παρωχημένο
) που έχει
σχέση
με
σερέτη
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σερέτικος