σερέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σερέτης | οι | σερέτηδες |
γενική | του | σερέτη | των | σερέτηδων |
αιτιατική | τον | σερέτη | τους | σερέτηδες |
κλητική | σερέτη | σερέτηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερέτης αρσενικό (θηλυκό σερέτισσα)
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) ζόρικος, δύστροπος, ευέξαπτος, μοχθηρός
- Αν είσαι φίνος μάγκας, πού 'ν' τα μπεγλέρια σου, / αν είσαι και σερέτης, πού 'ν' τα μαχαίρια σου; (Από το τραγούδι Ο Μανόλης ο χασικλής σε μουσική Γιάννη Δραγάτση-Ογδοντάκη και στίχους Κώστα Μαρσέλου-Νούρου)
- Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης, έπαψε να ζει ρεμπέτης, / θέλει πλούτη και παλάτια και της Κάρμεν τα δυο μάτια. (Από το τραγούδι Ο Αντώνης ο βαρκάρης σε μουσική και στίχους Σπύρου Περιστέρη)