Δείτε επίσης: Σερέτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερέτης οι σερέτηδες
      γενική του σερέτη των σερέτηδων
    αιτιατική τον σερέτη τους σερέτηδες
     κλητική σερέτη σερέτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερέτης < τουρκική şirret < αραβική شر (sharrat)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σερέτης αρσενικό (θηλυκό σερέτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία