σεισμοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεισμοσκόπιο | τα | σεισμοσκόπια |
γενική | του | σεισμοσκόπιου & σεισμοσκοπίου |
των | σεισμοσκόπιων & σεισμοσκοπίων |
αιτιατική | το | σεισμοσκόπιο | τα | σεισμοσκόπια |
κλητική | σεισμοσκόπιο | σεισμοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεισμοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική seismoscope[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sismoscope < αρχαία ελληνική σεισμός (< σείω) + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεισμοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεισμοσκόπιο
- ↑ σεισμοσκόπιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)