σεισμογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεισμογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική séismographe[1] < ιταλική sismografo (1856) < αρχαία ελληνική σεισμός + -ο- + ‑graphe < -γράφος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.zmoˈγɾa.fos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεισμογράφος αρσενικό
- (σεισμολογία) επιστημονικό όργανο που καταγράφει τη μετάθεση του εδάφους της γης και των επακόλουθών της κατά τη σεισμική δραστηριότητα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σεισμογραφία, σεισμός, σείω και γράφω
Σημειώσεις επεξεργασία
- η λέξη ήταν επινόηση του Ιταλού μετεωρολόγου Λουίτζι Παλμιέρι, όταν κατασκεύασε ένα όργανο που το ονόμασε sismografo elettro-magnetico, το οποίο εγκατέστησε στο Βεζούβιο[2]
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεισμογράφος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σεισμογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ James Dewey και Perry Byerly, «The Early History of Seismometry (to 1900)», στον ιστότοπο: earthquake.usgs.gov (προσπέλαση: 2019-07-25).