σειρήνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σειρήνα | οι | σειρήνες |
γενική | της | σειρήνας | των | σειρήνων |
αιτιατική | τη | σειρήνα | τις | σειρήνες |
κλητική | σειρήνα | σειρήνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σειρήνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική sirène < λατινική sirena < αρχαία ελληνική Σειρήν (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασειρήνα θηλυκό
- συσκευή που παράγει πολύ δυνατό και οξύ ήχο, για να σημάνει συναγερμό ή για να προειδοποιήσει για έκτακτη ανάγκη, όπως γίνεται με τα περιπολικά, τα ασθενοφόρα και τα πυροσβεστικά οχήματα
- → και δείτε τη λέξη Σειρήνα