σεγκούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεγκούνι | τα | σεγκούνια |
γενική | του | σεγκουνιού | των | σεγκουνιών |
αιτιατική | το | σεγκούνι | τα | σεγκούνια |
κλητική | σεγκούνι | σεγκούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεγκούνι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shegune < λατινική sagum < sagus < ελληνιστική κοινή σάγος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεγκούνι ουδέτερο
- (ενδυμασία, ιδιωματικό, παρωχημένο) χοντρό, μάλλινο πανωφόρι που το φορούσαν κυρίως οι γυναίκες χωρικές
- ※ Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ως σαράντα χρονώ, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγκούνι και πλατοβράκι. Εφαινόταν ταραγμένος.
- Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ακόμα;, 1904
- ※ Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ως σαράντα χρονώ, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγκούνι και πλατοβράκι. Εφαινόταν ταραγμένος.