σιγκούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιγκούνι | τα | σιγκούνια |
γενική | του | σιγκουνιού | των | σιγκουνιών |
αιτιατική | το | σιγκούνι | τα | σιγκούνια |
κλητική | σιγκούνι | σιγκούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιγκούνι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shegune [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιγκούνι ουδέτερο
- (ενδυμασία, ιδιωματικό παρωχημένο) άλλη μορφή του σεγκούνι
- άλλες μορφές: σιγκούνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιγκούνι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σιγκούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας