σεγκούνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεγκούνα < (άμεσο δάνειο) αλβανική shegune
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεγκούνα θηλυκό
- (ενδυμασία) (ιδιωματικό) (παρωχημένο) άλλη μορφή του σεγκούνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεγκούνα
|
σεγκούνα θηλυκό
|