Δείτε επίσης: σεβασμιότατος, Σεβασμιότατος, Σεβασμιώτατος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σεβασμιώτατος σεβασμιωτάτη τὸ σεβασμιώτατον
      γενική τοῦ σεβασμιωτάτου τῆς σεβασμιωτάτης τοῦ σεβασμιωτάτου
      δοτική τῷ σεβασμιωτάτ τῇ σεβασμιωτάτ τῷ σεβασμιωτάτ
    αιτιατική τὸν σεβασμιώτατον τὴν σεβασμιωτάτην τὸ σεβασμιώτατον
     κλητική ! σεβασμιώτατε σεβασμιωτάτη σεβασμιώτατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σεβασμιώτατοι αἱ σεβασμιώταται τὰ σεβασμιώτατ
      γενική τῶν σεβασμιωτάτων τῶν σεβασμιωτάτων τῶν σεβασμιωτάτων
      δοτική τοῖς σεβασμιωτάτοις ταῖς σεβασμιωτάταις τοῖς σεβασμιωτάτοις
    αιτιατική τοὺς σεβασμιωτάτους τὰς σεβασμιωτάτᾱς τὰ σεβασμιώτατ
     κλητική ! σεβασμιώτατοι σεβασμιώταται σεβασμιώτατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σεβασμιωτάτω τὼ σεβασμιωτάτ τὼ σεβασμιωτάτω
      γεν-δοτ τοῖν σεβασμιωτάτοιν τοῖν σεβασμιωτάταιν τοῖν σεβασμιωτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεβασμιώτατος < σεβάσμι(ος) + -ώτατος

  Επίθετο επεξεργασία

σεβασμιώτατος

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία