σεβασμιώτατος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεβασμιώτατος < σεβάσμι(ος) + -ώτατος
Επίθετο επεξεργασία
σεβασμιώτατος
- υπερθετικός βαθμός του σεβάσμιος
- τίτλος ρωμαίων αυτοκρατόρων
- σεβασμιώτατοι Καίσαρες
- τίτλος ρωμαίων αυτοκρατόρων
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νέα ελληνικά: σεβασμιότατος και γραφή -ώτατος στην εκκλησιαστική γλώσσα