Δείτε επίσης: σεβασμιότατος, Σεβασμιώτατος, σεβασμιώτατος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σεβασμιότατος οι Σεβασμιότατοι
      γενική του Σεβασμιότατου
Σεβασμιοτάτου
των Σεβασμιότατων
Σεβασμιοτάτων
    αιτιατική τον Σεβασμιότατο τους Σεβασμιότατους
Σεβασμιοτάτους
     κλητική Σεβασμιότατε Σεβασμιότατοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σεβασμιότατος < → δείτε τη λέξη σεβασμιότατος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Σεβασμιότατος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία