σεβασμιότατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεβασμιότατος < σεβάσμι(ος) + -ότατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεβασμιώτατος < σεβάσμιος < αρχαία ελληνική σέβας
Επίθετο επεξεργασία
σεβασμιότατος
- υπερθετικός βαθμός του σεβάσμιος
- → δείτε τη λέξη Σεβασμιότατε (προσφώνηση)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Σεβασμιότατος (τίτλος)
- σεβασμιώτατος (παλαιά γραφή)
Συγγενικά επεξεργασία
- σεβασμιότητα
- → και δείτε τη λέξη σεβασμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεβασμιότατος
|