↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σβολιασμένος η σβολιασμένη το σβολιασμένο
      γενική του σβολιασμένου της σβολιασμένης του σβολιασμένου
    αιτιατική τον σβολιασμένο τη σβολιασμένη το σβολιασμένο
     κλητική σβολιασμένε σβολιασμένη σβολιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σβολιασμένοι οι σβολιασμένες τα σβολιασμένα
      γενική των σβολιασμένων των σβολιασμένων των σβολιασμένων
    αιτιατική τους σβολιασμένους τις σβολιασμένες τα σβολιασμένα
     κλητική σβολιασμένοι σβολιασμένες σβολιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σβολιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σβολιάζω

σβολιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία