σβολιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασβολιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβολιάζω | σβόλιαζα | θα σβολιάζω | να σβολιάζω | σβολιάζοντας | |
β' ενικ. | σβολιάζεις | σβόλιαζες | θα σβολιάζεις | να σβολιάζεις | σβόλιαζε | |
γ' ενικ. | σβολιάζει | σβόλιαζε | θα σβολιάζει | να σβολιάζει | ||
α' πληθ. | σβολιάζουμε | σβολιάζαμε | θα σβολιάζουμε | να σβολιάζουμε | ||
β' πληθ. | σβολιάζετε | σβολιάζατε | θα σβολιάζετε | να σβολιάζετε | σβολιάζετε | |
γ' πληθ. | σβολιάζουν(ε) | σβόλιαζαν σβολιάζαν(ε) |
θα σβολιάζουν(ε) | να σβολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σβόλιασα | θα σβολιάσω | να σβολιάσω | σβολιάσει | ||
β' ενικ. | σβόλιασες | θα σβολιάσεις | να σβολιάσεις | σβόλιασε | ||
γ' ενικ. | σβόλιασε | θα σβολιάσει | να σβολιάσει | |||
α' πληθ. | σβολιάσαμε | θα σβολιάσουμε | να σβολιάσουμε | |||
β' πληθ. | σβολιάσατε | θα σβολιάσετε | να σβολιάσετε | σβολιάστε | ||
γ' πληθ. | σβόλιασαν σβολιάσαν(ε) |
θα σβολιάσουν(ε) | να σβολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σβολιάσει | είχα σβολιάσει | θα έχω σβολιάσει | να έχω σβολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σβολιάσει | είχες σβολιάσει | θα έχεις σβολιάσει | να έχεις σβολιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σβολιάσει | είχε σβολιάσει | θα έχει σβολιάσει | να έχει σβολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σβολιάσει | είχαμε σβολιάσει | θα έχουμε σβολιάσει | να έχουμε σβολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σβολιάσει | είχατε σβολιάσει | θα έχετε σβολιάσει | να έχετε σβολιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σβολιάσει | είχαν σβολιάσει | θα έχουν σβολιάσει | να έχουν σβολιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σβολιάζω
|