σαψαλιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαψαλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σαψαλιάζω
Μετοχή
επεξεργασίασαψαλιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σαψαλιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαψαλιασμένος
|
σαψαλιασμένος, -η, -ο
|