Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαψαλιάζω < σάψαλ(ο) + -ιάζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.psaˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ψα‐λι‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

σαψαλιάζω, αόρ.: σαψιάλασα, μτχ.π.π.: σαψαλιασμένος

  1. σπάω, θρυμματίζω κάτι
  2. (μεταφορικά) εξουθενώνομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.