Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαχνισί τα σαχνισιά
      γενική του σαχνισιού των σαχνισιών
    αιτιατική το σαχνισί τα σαχνισιά
     κλητική σαχνισί σαχνισιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαχνισί < τουρκική şahnişin < περσική شاه نشين (shah nishin, κατοικία σάχη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαχνισί ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία