• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σαφηνισμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαφηνισμένος η σαφηνισμένη το σαφηνισμένο
      γενική του σαφηνισμένου της σαφηνισμένης του σαφηνισμένου
    αιτιατική τον σαφηνισμένο τη σαφηνισμένη το σαφηνισμένο
     κλητική σαφηνισμένε σαφηνισμένη σαφηνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαφηνισμένοι οι σαφηνισμένες τα σαφηνισμένα
      γενική των σαφηνισμένων των σαφηνισμένων των σαφηνισμένων
    αιτιατική τους σαφηνισμένους τις σαφηνισμένες τα σαφηνισμένα
     κλητική σαφηνισμένοι σαφηνισμένες σαφηνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή Επεξεργασία

σαφηνισμένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου σαφηνίζω

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    σαφηνισμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σαφηνισμένος&oldid=5604361"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Οκτωβρίου 2022, στις 14:11

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Οκτωβρίου 2022, στις 14:11.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie