Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαρκωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαρκωμέν
ος
η
σαρκωμέν
η
το
σαρκωμέν
ο
γενική
του
σαρκωμέν
ου
της
σαρκωμέν
ης
του
σαρκωμέν
ου
αιτιατική
τον
σαρκωμέν
ο
τη
σαρκωμέν
η
το
σαρκωμέν
ο
κλητική
σαρκωμέν
ε
σαρκωμέν
η
σαρκωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαρκωμέν
οι
οι
σαρκωμέν
ες
τα
σαρκωμέν
α
γενική
των
σαρκωμέν
ων
των
σαρκωμέν
ων
των
σαρκωμέν
ων
αιτιατική
τους
σαρκωμέν
ους
τις
σαρκωμέν
ες
τα
σαρκωμέν
α
κλητική
σαρκωμέν
οι
σαρκωμέν
ες
σαρκωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαρκωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σαρκώνω
Μετοχή
επεξεργασία
σαρκωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
σαρκώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαρκωμένος