σαρκώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαρκώνω < ελληνιστική κοινή σαρκόω / σαρκῶ < αρχαία ελληνική σάρξ
Ρήμα επεξεργασία
σαρκώνω (παθητική φωνή: σαρκώνομαι)
- καλύπτω ένα τραύμα, μια πληγή κ.λπ. με σάρκα
- παθητική φωνή: σαρκώνομαι: άλλη μορφή του ενσαρκώνομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σάρκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαρκώνω
|