σαραφλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαραφλίκι | τα | σαραφλίκια |
γενική | του | σαραφλικιού | των | σαραφλικιών |
αιτιατική | το | σαραφλίκι | τα | σαραφλίκια |
κλητική | σαραφλίκι | σαραφλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαραφλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sarraflık < sarraf < αραβική صراف (ṣarrāf, σαράφης) < صرف (ṣarafa). Μορφολογικά αναλύεται σε σαράφ(ης) + -λίκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαραφλίκι ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σαράφης