Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαραφλίκι τα σαραφλίκια
      γενική του σαραφλικιού των σαραφλικιών
    αιτιατική το σαραφλίκι τα σαραφλίκια
     κλητική σαραφλίκι σαραφλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαραφλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sarraflık < sarraf < αραβική صراف (ṣarrāf, σαράφης) < صرف (ṣarafa). Μορφολογικά αναλύεται σε σαράφ(ης) + -λίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαραφλίκι ουδέτερο

  1. (επάγγελμα) το επάγγελμα του σαράφη
  2. το κέρδος ή η αμοιβή ενός σαράφη

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία