σαράφης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαράφης | οι | σαράφηδες |
γενική | του | σαράφη | των | σαράφηδων |
αιτιατική | τον | σαράφη | τους | σαράφηδες |
κλητική | σαράφη | σαράφηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈɾa.fis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ρά‐φης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαράφης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- Σαράφης (επώνυμο)
- σαραφιάτικα
- σαράφικο
- σαράφικος
- σαραφλίκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαράφης
→ δείτε τη λέξη αργυραμοιβός |