σαράφικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαράφικο | τα | σαράφικα |
γενική | του | σαράφικου | των | σαράφικων |
αιτιατική | το | σαράφικο | τα | σαράφικα |
κλητική | σαράφικο | σαράφικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαράφικο < σαράφικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαράφικο ουδέτερο
- το μαγαζί του σαράφη
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαράφικο
|