αργυραμοιβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αργυραμοιβία < αργυραμοιβός + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααργυραμοιβία θηλυκό
- η (επαγγελματική) ενασχόληση ή δραστηριότητα ενός αργυραμοιβού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αργυραμοιβία
|