σαρανταρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαρανταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σαρανταρίζω
Μετοχή επεξεργασία
σαρανταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σαρανταρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαρανταρισμένος
|
σαρανταρισμένος, -η, -ο
|