σαρανταπεντάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαρανταπεντάρι | τα | σαρανταπεντάρια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαρανταπεντάρι | τα | σαρανταπεντάρια |
κλητική | σαρανταπεντάρι | σαρανταπεντάρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαρανταπεντάρι < σαράντα πέντε + -άρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαρανταπεντάρι ουδέτερο
- (οικείο) 45 μονάδες από κάτι (ευρώ κ.λπ.)
- πιστόλι διαμέτρου περίπου 45 εκατοστών της ίντσας (0,452 της ίντσας)
- (μουσική) μικρός δίσκος βινυλίου 45 στροφών
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρανταπεντάρι
|