σαμαροσκούτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαμαροσκούτι | τα | σαμαροσκούτια |
γενική | του | σαμαροσκουτιού | των | σαμαροσκουτιών |
αιτιατική | το | σαμαροσκούτι | τα | σαμαροσκούτια |
κλητική | σαμαροσκούτι | σαμαροσκούτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαμαροσκούτι ουδέτερο
- χοντρό μάλλινο ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα ή με το οποίο επενδύεται εσωτερικά το σαμάρι
- (παρωχημένο) ύφασμα με το οποίο κατασκευάζονταν πανωφόρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαμαροσκούτι
|