Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σακιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σακιασμέν
ος
η
σακιασμέν
η
το
σακιασμέν
ο
γενική
του
σακιασμέν
ου
της
σακιασμέν
ης
του
σακιασμέν
ου
αιτιατική
τον
σακιασμέν
ο
τη
σακιασμέν
η
το
σακιασμέν
ο
κλητική
σακιασμέν
ε
σακιασμέν
η
σακιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σακιασμέν
οι
οι
σακιασμέν
ες
τα
σακιασμέν
α
γενική
των
σακιασμέν
ων
των
σακιασμέν
ων
των
σακιασμέν
ων
αιτιατική
τους
σακιασμέν
ους
τις
σακιασμέν
ες
τα
σακιασμέν
α
κλητική
σακιασμέν
οι
σακιασμέν
ες
σακιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σακιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σακιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
σακιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
σακιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σακιασμένος