Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακιάζω < σακί

  Ρήμα επεξεργασία

σακιάζω

  • βάζω ένα προϊόν μέσα σε σακιά


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία