↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σίγνον τὰ σίγν
      γενική τοῦ σίγνου τῶν σίγνων
      δοτική τῷ σίγν τοῖς σίγνοις
    αιτιατική τὸ σίγνον τὰ σίγν
     κλητική ! σίγνον σίγν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σίγνω
γεν-δοτ τοῖν  σίγνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σίγνον < ελληνιστική κοινή σίγνον < λατινική sigmum < πρωτοϊταλική *seknom < πρωτοϊταλική *sek- (κόβω) ή *sekʷ- (ακολουθώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σίγνον ουδέτερο

  1. σημάδι (σε μορφή σταυρού), υπογραφή
  2. κωδικός