σίγνον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σίγνον | τὰ | σίγνᾰ |
γενική | τοῦ | σίγνου | τῶν | σίγνων |
δοτική | τῷ | σίγνῳ | τοῖς | σίγνοις |
αιτιατική | τὸ | σίγνον | τὰ | σίγνᾰ |
κλητική ὦ! | σίγνον | σίγνᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σίγνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σίγνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σίγνον < ελληνιστική κοινή σίγνον < λατινική sigmum < πρωτοϊταλική *seknom < πρωτοϊταλική *sek- (κόβω) ή *sekʷ- (ακολουθώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίγνον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- σίγνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.