Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρότα οι ρότες
      γενική της ρότας
    αιτιατική τη ρότα τις ρότες
     κλητική ρότα ρότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρότα < (άμεσο δάνειο) βενετική rota[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾo.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρό‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρότα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) η πορεία του πλοίου, γραμμή πλεύσης
    Το πλοίο άλλαξε ρότα.
  2. (μεταφορικά) πορεία, στάση ζωής, σχεδιασμός, αντιλήψεις
    Αν δεν αλλάξεις ρότα, θα καταστραφείς.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία