Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρυθμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρυθμισμέν
ος
η
ρυθμισμέν
η
το
ρυθμισμέν
ο
γενική
του
ρυθμισμέν
ου
της
ρυθμισμέν
ης
του
ρυθμισμέν
ου
αιτιατική
τον
ρυθμισμέν
ο
τη
ρυθμισμέν
η
το
ρυθμισμέν
ο
κλητική
ρυθμισμέν
ε
ρυθμισμέν
η
ρυθμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρυθμισμέν
οι
οι
ρυθμισμέν
ες
τα
ρυθμισμέν
α
γενική
των
ρυθμισμέν
ων
των
ρυθμισμέν
ων
των
ρυθμισμέν
ων
αιτιατική
τους
ρυθμισμέν
ους
τις
ρυθμισμέν
ες
τα
ρυθμισμέν
α
κλητική
ρυθμισμέν
οι
ρυθμισμέν
ες
ρυθμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρυθμισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ρυθμίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ρυθμισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ρυθμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρυθμισμένος