Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρουσομάλλης η ρουσομάλλα το ρουσομάλλικο
      γενική του ρουσομάλλη της ρουσομάλλας του ρουσομάλλικου
    αιτιατική τον ρουσομάλλη τη ρουσομάλλα το ρουσομάλλικο
     κλητική ρουσομάλλη ρουσομάλλα ρουσομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρουσομάλληδες οι ρουσομάλλες τα ρουσομάλλικα
      γενική των ρουσομάλληδων των ρουσομάλλικων
    αιτιατική τους ρουσομάλληδες τις ρουσομάλλες τα ρουσομάλλικα
     κλητική ρουσομάλληδες ρουσομάλλες ρουσομάλλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρουσομάλλης < ρούσ(ος) + -ο- + -μάλλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾu.soˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐σο‐μάλ‐λης

  Επίθετο επεξεργασία

ρουσομάλλης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία