ρουμπινένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρουμπινένιος | η | ρουμπινένια | το | ρουμπινένιο |
γενική | του | ρουμπινένιου | της | ρουμπινένιας | του | ρουμπινένιου |
αιτιατική | τον | ρουμπινένιο | τη | ρουμπινένια | το | ρουμπινένιο |
κλητική | ρουμπινένιε | ρουμπινένια | ρουμπινένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρουμπινένιοι | οι | ρουμπινένιες | τα | ρουμπινένια |
γενική | των | ρουμπινένιων | των | ρουμπινένιων | των | ρουμπινένιων |
αιτιατική | τους | ρουμπινένιους | τις | ρουμπινένιες | τα | ρουμπινένια |
κλητική | ρουμπινένιοι | ρουμπινένιες | ρουμπινένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
ρουμπινένιος < ρουμπίνι + -ένιος
Επίθετο επεξεργασία
ρουμπινένιος
- που έχει ή είναι φτιαγμένος από ρουμπίνια
- που έχει το χρώμα του ρουμπινιού