ρουμπίνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρουμπίνι | τα | ρουμπίνια |
γενική | του | ρουμπινιού | των | ρουμπινιών |
αιτιατική | το | ρουμπίνι | τα | ρουμπίνια |
κλητική | ρουμπίνι | ρουμπίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουμπίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική rubin(o) + -ι < μεσαιωνική λατινική rubinus < λατινική rubeus (κόκκινος)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾuˈbi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐μπί‐νι
- τονικό παρώνυμο: ρουμπινί
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουμπίνι ουδέτερο
- (ορυκτολογία) ορυκτό οξείδιο του αργιλίου, πολύτιμος λίθος κόκκινου χρώματος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρουμπίνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρουμπίνι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ρουμπίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας