ροδοφύκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ροδοφύκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Rhodophyceae < αρχαία ελληνική ῥόδον + φῦκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροδοφύκος ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: ροδοφύκη) κατηγορία φυκών που ανήκουν στο φύλο Rhodophyta (ερυθροφύκη). Πρόκειται για πολυκύτταρους, φωτοσυνθετικούς οργανισμούς που χαρακτηρίζονται από το κόκκινο χρώμα τους.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροδοφύκος