↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροδοκοκκινισμένος η ροδοκοκκινισμένη το ροδοκοκκινισμένο
      γενική του ροδοκοκκινισμένου της ροδοκοκκινισμένης του ροδοκοκκινισμένου
    αιτιατική τον ροδοκοκκινισμένο τη ροδοκοκκινισμένη το ροδοκοκκινισμένο
     κλητική ροδοκοκκινισμένε ροδοκοκκινισμένη ροδοκοκκινισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροδοκοκκινισμένοι οι ροδοκοκκινισμένες τα ροδοκοκκινισμένα
      γενική των ροδοκοκκινισμένων των ροδοκοκκινισμένων των ροδοκοκκινισμένων
    αιτιατική τους ροδοκοκκινισμένους τις ροδοκοκκινισμένες τα ροδοκοκκινισμένα
     κλητική ροδοκοκκινισμένοι ροδοκοκκινισμένες ροδοκοκκινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ροδοκοκκινισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία