Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροδοκοκκινίζω < ροδοκόκκινος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ροδοκοκκινίζω, παθ. μτχ.: ροδοκοκκινισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία